-
1 штрих
-а α.1. γραμμή (σχεδίου ιχνογράφι-σης)• μολυβιά• κοντύλια• πενιά• πινελιά.2. μτφ. λεπτομέρεια.• πτυχή• πλευρά•до последнего -ά μέχρι τελευταία λεπτομέρεια•
добавить ещё один штрих к характеристике προσθέτω α-ακόμα μια λεπτομέρεια στην ατομική έκθεση.
-
2 деталь
деталь ж 1) (подробность ) η λεπτομέρεια 2) (часть ) το εξάρτημα* * *ж1) ( подробность) η λεπτομέρεια2) ( часть) το εξάρτημα -
3 подробность
-
4 деталь
1. (изображения, чертежа) η λεπτομέρεια 2. (часть физического целого) το εξάρτημα, το τεμάχιο, το κομμάτι, το στοιχείο, το τμήμα, το μέροςвзаимосвязанные - и αλληλοσύνδετα - τα, διασυνδεδεμένα - ταкрепёжная - της στερέωσης/στή-ριξηςнесъёмные - и μόνιμα - τα (πλ.), σταθερά - τα (πλ.)переходная - η συστολή (π.χ. όταν ενώνει σωλήνες διαφορετικής διαμέτρου)3. (детали машин) (научная дисциплина) τα στοιχεία των μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деталь
-
5 доскональность
η λεπτομέρειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доскональность
-
6 особенность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > особенность
-
7 отделать
1. (окончательно обработать) τελειώνω (την επεξεργασία, τη λεπτομέρεια) 2. (украсить) διακοσμώ, στολίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отделать
-
8 подробно
λεπτομερώς, λεπτομερειακά-ый λεπτομερής, λεπτομερειακόςδιεξοδικός, αναλυτικός, εκτενής, εξονυχιστικός, σχολαστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подробно
-
9 частность
1. (единичность, исключительность) το μεμονωμένο, το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό 2. (подробность, деталь) η λεπτομέρεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > частность
-
10 деталь
детальж1. прям., перен ἡ λεπτομέρεια·2. тех. ιό ἐξάρτημα, τό κομμάτι (μηχανής). -
11 подробность
подробн||остьж ἡ λεπτομέρεια:со всеми \подробностьостями μέ ὀλες τίς λεπτομέρειες, μέ ὀλα τά καθέκαστα· не вдаваясь в \подробностьости ἀφήνοντας κατά μέρος τίς λεπτομέρειες. -
12 тонкость
тонкост||ьж1. ἡ λεπτότητα [-ης]·2. перен ἡ λεπτολογία, ἡ λεπτομέρεια:вдаваться в \тонкостьи λεπτολογώ, ἐξονυχίζω· знать дело до \тонкостьей γνωρίζω τήν δουλειά σέ ὅλες τίς λεπτομέρειες. -
13 частность
частнос||тьж τό μερικό[ν], τό ἰδιαίτερο[ν], ἡ λεπτομέρεια· ◊ в \частностьти ιδιαίτερα, ἰδιαιτέρως. -
14 деталь
[ντιτάλ'] σοσ. θ. λεπτομέρεια, κομμάτι, εξάρτημα -
15 деталь
[ντιτάλ'] σοσ. θ. λεπτομέρεια, κομμάτι, εξάρτημα -
16 деталь
-и θ.1. λεπτομέρεια.2. εξάρτημα μηχανής. || στοιχεία (γνώσεις) μηχανών. -
17 детальность
-и θ.λεπτομέρεια. -
18 подробность
-и θ.λεπτομέρεια•-и λεπτομέρειες, τα καθέκαστα•
входить в -и μπαίνω σε λεπτομέρειες•
во всех -ях με όλες τις λεπτομέρειες, λεπτομερέστατα.
-
19 точка
точка 1-и θ.1. στίξη, στιγμή,μτφ. σημαδάκι.2. (γραμμ.) η τελεία.3. σημείο, μέρος•точка пересечения σημείο τομής ή διασταύρωσης•
точка касания дуги с прямой το σημείο επαφής του τόξου με την ευθεία•
точка опоры το. σημείο στήριξης•
точка попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων•
наивысшая точка το υψηλότερο σημείο•
пулемтная точка φωλιά πολυβόλου•
торговая точка μαγαζί• περίπτερο.
|| όριο•кипения σημείο βρασμού (ζέσης)•
точка плавл-ния σημείο τήξης•
точка замерзания σημείο ψύξης.
4. ω? κατήγ. τέλος, φτάνει•ещё пол часа поработаю и -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω.
5. τέλος, θάνατος, χαμός.εκφρ.дветочкаи – η διπλή τελεία (:)• точка с запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) точка в -у απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση•до -и (дойти, довести) – στο έπακρο• στο αμήν•доточкаи (знать, видеть) – λεπτομερέστατα, με κάθε λεπτομέρεια•ставит -у – βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)•ставить -у, -и на ή над – (προεπαναστατικά)• α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρασμα•попасть в (самую) -у – α) βρίσκω το στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κάτι πολύ πετυχημένο•смотреть (глядть) вод-ну -у – καρφώνω το μάτι σ ένα σημείο.точка 2-и θ.1. τρόχισμα, ακόνισμα.2. τόρνευση. || σκάλισμα, λάξευση. -
20 точность
-и θ.ακρίβεια• ορθότητα, σω-στότητα•с математической -ью με μαθηματική ακρίβεια•
точность веса ακρίβεια ζύγισης•
вточностьи ακριβώς, με ακρίβεια•
до -и μέχρι λεπτομέρεια, λεπτομερέστατα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λεπτομερείᾳ — λεπτομερείᾱͅ , λεπτομέρεια a consisting of small particles fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτομέρεια — a consisting of small particles fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτομέρεια — η (AM λεπτομέρεια Α και λεπτομερία) [λεπτομερής] νεοελλ. 1. μικρό, ιδίως δευτερεύον και επουσιώδες, μέρος ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες τού νομοσχεδίου») 2. συν. στον πληθ. οι λεπτομέρειες οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα καθέκαστα 3 … Dictionary of Greek
λεπτομέρεια — η μικρό μέρος ενός όλου που έχει δευτερεύουσα σημασία: Με κούρασε γιατί μου ανέφερε όλες τις λεπτομέρειες από το ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτομερείας — λεπτομερείᾱς , λεπτομέρεια a consisting of small particles fem acc pl λεπτομερείᾱς , λεπτομέρεια a consisting of small particles fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτομερείαι — λεπτομερείᾱͅ , λεπτομέρεια a consisting of small particles fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτομέρειαν — λεπτομέρεια a consisting of small particles fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek